Το Galanthus ikariae είναι ενδημικό είδος των νησιών του Αιγαίου (Ικαρία, Νάξος, Άνδρος, Σκύρος). Αναπτύσσεται σε υγρές και σκιερές θέσεις, συνήθως σε ρεματιές και δάση φυλλοβόλων. Η ανθοφορία του ξεκινά στα τέλη Νοεμβρίου και τον Δεκέμβριο βρίσκεται σε πλήρη άνθιση. Είναι διακριτό από όλα τα υπόλοιπα είδη του γένους που εξαπλώνονται στην Ελλάδα, και θεωρείται συγγενικό του G. woronowii που εξαπλώνεται στον Καύκασο.
Η Centaurea vlachorum Hartvig περιγράφηκε μόλις το 1981 από τα βουνά Μηλιά και Αυτιά και αρχικά θεωρήθηκε ενδημικό είδος της Βόρειας Πίνδου, αλλά προσφάτως εντοπίστηκε σε βουνά της Αλβανίας, καθιστώντας την πλέον Βαλκανικό ενδημικό.
Αν και το γένος Centaurea εμφανίζεται με τριψήφιο αριθμό αντιπροσώπων στον ελλαδικό χώρο, η C. vlachorum ξεχωρίζει αρκετά εύκολα με έναν αριθμό μορφολογικών χαρακτήρων, όπως το σχήμα των φύλλων, το τρίχωμα, αλλά και ο διογκωμένος βλαστός ακριβώς κάτω από την ταξιανθία.
Το είδος Crocus macedonicus Rukšāns ανακαλύφθηκε πολύ πρόσφατα μόλις το 2012 στις νότιες πλαγιές του όρους Βερτίσκος στην Μακεδονία. Αρχικά πίστευαν πως είναι πολύ περιορισμένος σε λίγες θέσεις αλλά μετά διαπιστώθηκε ότι υπάρχει σε όλες τις νότιες πλαγιές του Βερτίσκου με υψόμετρο 300-700 μέτρα, η εξάπλωσή του θεωρείται ότι μπορεί να είναι μεγαλύτερη. Απαντάται σε ασβεστολιθικές πλαγιές με χαμηλή ποώδη βλάστηση και περίοδο ανθοφορίας τον Οκτώβριο και Νοέμβριο.
Η λυγαριά είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δένδρο (1-4 m), με τετραγωνικά και πιληματώδη κλαδιά, φύλλα έμμισχα, αντίθετα, σύνθετα και παλαμοειδή. Τα άνθη φύονται σε επάκριες ταξιανθίες, σε αποχρώσεις του κόκκινου, γαλάζιου και σπάνια σε λευκό χρώμα. Ανθίζει Ιούλιο-Σεπτέμβριο. Ο καρπός είναι μικρή σφαιρική δρύπη, αρωματική, περιέχει 3-4 σπέρματα. Η λυγαριά παρουσιάζει ευρεία εξάπλωση στη Μεσόγειο και τη ΝΔ Ασία, είναι χαρακτηριστικό είδος της παρόχθιας βλάστησης και απαντάται σε ρέματα ή χειμάρρους περιοδικής απορροής στην ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης.
Οικογένεια Compositae (Asteraceae), συνώνυμο Crepis raulinii Boiss. Πολυετές, με βλαστό συνήθως όρθιο έως 20(-40) cm, διακλαδιζόμενο πιο πάνω. Φύλλα βάσης σε ρόδακα οδοντωτά ή λίγο κολπωτά τριχωτά ή λεία. Φύλλα βλαστού λίγα, ομοιάζοντα με βράκτια. Περίβλημα κυλινδρικό-καμπανοειδές. Εξωτερικά βράκτια περιβλήματος ίσου μήκους με τα εσωτερικά. Ανθοδόχη πυκνά βλεφαριδωτή, με στιλπνές τρίχες. Στεφάνη μέχρι 17 mm, κίτρινη. Αχαίνια 5-6,5 mm. Η περίοδος ανθοφορίας είναι από Μάιο έως Ιούλιο.
Πολυετές ποώδες φυτό με διακλαδισμένο βλαστό και ύψος 10-60 cm. Άνθη με ιώδες χρώμα, ταξιανθία σε όλο σχεδόν το μήκος του βλαστού. Το είδος απαντά σε σκιώδεις θέσεις, σε βραχώδες ενδιαίτημα, μόνο σε περιοχές που είμαι προστατευμένες από τη βόσκηση. Η εξάπλωση του είδους περιλαμβάνει την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Λιβύη. Στην Ελλάδα απαντά μόνο στη Χίο, στο όρος Πελινναίο.
Η Paeonia mascula subsp. hellenica είναι ένα ρωμαλέο, πολυετές φυτό, με βλαστό που φτάνει σε ύψος τα 60 εκ. Τα εντυπωσιακά, συνήθως λευκά, κυπελλόμορφα λουλούδια της, που μπορεί να φτάσουν σε διάμετρο τα 13 εκ., είναι ένα ζωντανό μάθημα ανθικής μορφολογίας, καθώς μπορεί κανείς να διακρίνει μακροσκοπικά, τα επιμέρους ευμεγέθη ανθικά τμήματα, όπως οι πολυάριθμοι στήμονες με τους κίτρινους ανθήρες και τα εριώδη καρπόφυλλα με την κόκκινη, ελικοειδή στιγματική περιοχή. Η περίοδος άνθισης κρατά από τον Απρίλιο έως και τον Ιούνιο.
Ο δενδρόκεδρος (άρκευθος ο δρυπώδης) είναι δένδρο μικρού ή μεσαίου μεγέθους (12-20 m), ορεινό και ενδημικό είδος της ανατολικής Μεσογείου (Ισραήλ, Λίβανος, Συρία και Τουρκία). Μοναδικοί φυσικοί πληθυσμοί δενδρόκεδρου στην Ευρώπη απαντώνται στον Πάρνωνα και στον Ταΰγετο (ΝΑ Πελοπόννησος), σε ασβεστολιθικά εδάφη και υψόμετρο 300-1.500 m. Σχηματίζει αμιγείς ή μικτoύς πληθυσμούς με τον αγριόκεδρο (Juniperus oxycedrus L.), την κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica Loudon) ή τη μαύρη πεύκη (Pinus nigra J.F. Arnold subsp. nigra).
Η Οφρύς της Ελένης (Ophrys helenae Renz) είναι το μοναδικό είδος του γένους Ophrys που εμφανίζεται χωρίς θυρεό, ενώ είναι εύκολα αναγνωρίσιμη από το βελούδινο πορφυρό – κερασί χείλος της, το οποίο συχνά εμφανίζει ένα κιτρινωπό περιθώριο. Παρόλο που το χρώμα και η ομορφιά της συγχέουν το όνομά της με την Ωραία Ελένη της αρχαιότητας, αυτό οφείλεται στη Helen Renz, μητέρα του Jany Renz, ο οποίος τη βρήκε και την περιέγραψε πρώτη φορά από την Κέρκυρα, το 1928. Είναι ενδημικό της Βαλκανικής χερσονήσου, με κέντρο εξάπλωσής της τη Βορειοδυτική Ελλάδα.
Τα έντονα κίτρινα άνθη του και η σχετικά πρώιμη εαρινή ανθοφορία του σίγουρα θα σας τραβήξουν την προσοχή. Πραγματικό στολίδι πάνω στα βράχια το Linum arboreum είναι ένας θάμνος, που μπορεί να φτάσει το 1 μέτρο σε ύψος, αν και συνήθως είναι πιο χαμηλός και συμπαγής. Τα φύλλα του είναι λεία και παχιά, ενώ τα άνθη του εμφανίζονται σε ολιγανθείς δέσμες από τον Μάρτιο έως και τον Μάιο αν και περιστασιακά μπορεί να ανθίσει από τον Ιανουάριο.