Ενδημικό είδος της Ελλάδας. Πολυετές αλλά λεπτεπίλεπτο φυτό, ύψους συνήθως έως 7 cm, με βλαστούς με χαρακτηριστικά "αρθρωτή" εμφάνιση, συνήθως τοξοειδείς. Το άνθος είναι λευκό με 4 σέπαλα και 4 ελαφρώς βραχύτερα πέταλα. Αναπτύσσεται τόσο σε ασβεστολιθικά όσο και σε οφιολιθικά υποστρώματα σε υψόμετρα από 5 έως 2100 m. Ανθίζει κατά τους μήνες Ιούνιο – Αύγουστο, ανάλογα με το υψόμετρο.
O C. nivalis είναι ένα Βαλκανικό είδος, που φύεται κυρίως σε λιβάδια και θάμνους (400 - 2800 m) στην Ελλάδα, τη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία. Πρόκειται για ένα σχετικά μικρό γεώφυτο, εύκολα αναγνωρίσιμο από τα μοβ άνθη με τον χαρακτηριστικό κίτρινο λαιμό τους, καθώς και τα σύνανθα φύλλα που φέρουν μία τυπική, για το γένος, μεσαία λευκή γραμμή.
Τοπικό ενδημικό φυτό του Φαλακρού Όρους. Το Cr. orphei φύεται σε ανοίγματα δασών Δρυός, Οξιάς και Πεύκης και σε λιβάδια της ορομεσογειακής ζώνης. Απαντάται σε τρείς υποπληθυσμούς στο όρος Φαλακρό, σευψόμετροαπό 600 έως 1500 μέτρα. Το taxon ανθίζει από τα μέσα Φεβρουαρίου έως και τα μέσα Μαΐου, ανάλογα με τη δριμύτητα των κλιματικών συνθηκών, συνήθως κατά τη περίοδο όπου λιώνουν τα χιόνια στα ορεινά λιβάδια, αλλά και το υψόμετρο.
Το φυτό Helleborus odorus subsp. cyclophyllus (ελλέβορος ο κυκλόφυλλος) είναι ένα βαλκανικό ενδημικό υποείδος του είδους Helleborus odorus (ελλέβορος ο εύοσμος). Απαντάται σε ανοιχτά δάση, θαμνώνες και λιβάδια της ορεινής κυρίως ζώνης (700-1500 μ.), στο νότιο και κεντρικό τμήμα της βαλκανικής χερσονήσου, από το όρος Ερύμανθος της Πελοποννήσου μέχρι την Αλβανία, τη νότια Βουλγαρία και τη Σερβία.
Πολυετές ποώδες φυτό με ωοειδή βολβό. Τα φύλλα είναι συγκεντρωμένα στη βάση του φυτού, ενώ άφυλλος βλαστός καταλήγει σε έναν πυκνό βότρυ, που αποτελείται από γόνιμα και άγονα άνθη. Φύεται σε περιοχές χαμηλών υψομέτρων, σε ανοικτές πετρώδεις θέσεις σε φρύγανα, αραιά πευκοδάση, ελαιώνες και εγκαταλελειμμένους αγρούς. Ανθίζει συνήθως από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο. Στην Ελλάδα είναι αρκετά κοινό και έχει καταγραφεί από όλες τις χλωριδικές περιοχές.
Η κουμαριά είναι αειθαλής θάμνος (ύψους 1,5-3 m), κοινός στη Μεσόγειο που απαντάται σε υγρές, προστατευόμενες από ανέμους περιοχές, ελαφρά και γόνιμα εδάφη, στις παρυφές δασών και σε ασβεστολιθικές περιοχές της ευμεσογειακής ζώνης βλάστησης. Φλοιός τραχύς, θαμπά καστανός, απολεπιζόμενος. Φύλλα ωοειδή ή λογχοειδή, γυμνά, γυαλιστερά και σκουροπράσινα, βραχύμισχα με πριονωτές παρυφές. Τα άνθη είναι λευκά ή με ρόδινες αποχρώσεις, κωδωνοειδή σε πυκνές, κρεμάμενες φόβες.
Το είδος Pinus peuce (βαλκανική ή πενταβέλονη πεύκη) είναι ένα ενδημικό είδος πεύκης της Νότιας Βαλκανικής χερσονήσου. Εκτός από την Ελλάδα, απαντά σε Νότια Σερβία, Μαυροβουνιο, Αλβανία, ΠΓΔΜ και Βουλγαρία, όπου σχηματίζει αμιγείς ή μικτές συστάδες με άλλα κωνοφόρα και πλατύφυλλα είδη. Στη χώρα μας συναντά το νοτιότερο σημείο της εξάπλωσής του, εμφανιζόμενο σε μεμονωμένες θέσεις των βορείων συνόρων σε Μακεδονία και Θράκη.
Αειθαλές δένδρο ή θάμνος με ύψος έως 20 m. Η άνθιση λαμβάνει χώρα Μάρτιο-Απρίλιο και η ωρίμανση των σπερμάτων Σεπτέμβριο-Νοέμβριο. Απαντά σε δάση φυλλοβόλων, σε ασβεστόλιθους, σε υψόμετρα από 600 έως 1800 m, σε μικρές ομάδες ή μεμονωμένα άτομα. Απαντά σποραδικά στην ηπειρωτική χώρα, την Εύβοια και τη Θάσο. Εξαπλώνεται στη Δ. και Κ. Ευρώπη, τον Καύκασο και το Ιράν. Όλα τα μέρη του, εκτός από το σαρκώδες περίβλημα του καρπού είναι δηλητηριώδη για τα ζώα, ιδιαιτέρως τα σπέρματα.
Ενδημικό δένδρο της Ελλάδας που εξαπλώνεται από την Κεφαλονιά έως και την Εύβοια, την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα (βορειότερα μέχρι τον Όλυμπο και τον Άθω σχηματίζει με την Α. alba Miller το υβρίδιο A. borisii-regis Mattf). Απαντάται σε αμιγείς ή μικτές (με μαύρη πεύκη) συστάδες σε υψόμετρο (600)900-1800(1900) m, σε ορεινές και ημιορεινές πλαγιές με βαθύ, γόνιμο, χαλαρό, υγρό έδαφος, σε φλύσχη αλλά και ασβεστολιθικά εδάφη. Έχει ύψος 15-30 m, πυραμιδοειδή κόμη, γκρίζο φλοιό, είναι μόνοικο και έχει πληροκαρπία κάθε (2)3-4 έτη.
Η Centaurea immanuelis-loewii είναι μία πολυετής πόα που αναπτύσσεται σε ξηρά πετρώδη λιβάδια, συνήθως με νότιο-νοτιοανατολικό προσανατολισμό, και πάνω σε πυριτικά κυρίως πετρώματα. Φτάνει σε ύψος τα 30-50 cm και ανθίζει τον Ιούνιο και τον Ιούλιο. Το είδος αυτό είναι βαλκανικό ενδημικό, και απαντά σε επτά τοποθεσίες στη Νοτιοδυτική Βουλγαρία και σε οκτώ τοποθεσίες στη Βόρεια Ελλάδα. Οι πληθυσμοί, ενώ είναι εξαιρετικά κατακερματισμένοι και στις δύο χώρες, είναι παρόλα αυτά σχετικά σταθεροί.